- ἀναλογιστική
- ἀναλογιστικόςjudging by analogyfem nom/voc sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αναλογιστικός — ή, ό (Α ἀναλογιστικός, ή, όν) αυτός που κρίνει κατ’ αναλογία νεοελλ. αυτός που λέγεται ή γίνεται κατ αναλογία αρχ. 1. (στη Γραμμ.) αυτός που παραδέχεται τον νόμο τής αναλογίας στη γλώσσα και ερμηνεύει σύμφωνα με αυτόν τα γλωσσικά φαινόμενα 2. το… … Dictionary of Greek